- κρίθεν
- κρί̆θεν , κρίνωseparateaor ind pass 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριθέν — κρῐθέν , κρίνω separate aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
осоуженьнъ — (2*) пр. То же, что осѹженыи в 1 знач.: сихъ клѧтва ѡсѹженна (τῆς… κατακρίσεως) КР 1284, 381а; и любить еже ѿ свѣта ѡсуженно. (τὸ… κριϑέν) ЖВИ XIV–XV, 61г. Ср. неосѹженьныи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευεπάγωγος — εὐεπάγωγος, ον (Α) αυτός που επάγεται εύκολα, που συμπεραίνεται εύκολα («φήσας εὐεπάγωγος εἶναι πρὸς τὸ κριθέν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αγωγος (< επ άγω)] … Dictionary of Greek